Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpestàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [pesˈtare] (picchiare) κοπανίζω pestarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [pesˈtarsi] 1 μαλλιοτραβιέμαι 2 τσακώνομαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαl'ha pestato = τον έκανε τ'αλατιού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |