Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpésta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpesta] 1 ίχνος 2 πατημασιά 3 πατησιά 4 χνάρι 5 αχνάρι 6 αποτύπωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |