Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pesticìda  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pestiˈʧida]

1 εντομοκτόνο
2 ζιζανιοκτόνο
3 φυτοφάρμακο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pesticciare pestifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pestatura (θηλ.ουσ)
peste (θηλ.ουσ)
pestellata (θηλ.ουσ)
pestello (ουσ αρσ )
pesticciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pesticida (αρσ. επίθ και ουσ)
pestifero (επίθ.)
pestilente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pestilenza (θηλ.ουσ)
pestilenziale (επίθ.)
pesto (ουσ αρσ )
pesto (επίθ.)
pestone (ουσ αρσ )
petalo (ουσ αρσ )
petaloide (επίθ.)
petardo (ουσ αρσ )
petaso (ουσ αρσ )
petecchiale (επίθ.)
petizione (θηλ.ουσ)
peto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---