Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpestilènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [pestiˈlɛnte] 1 φθοροποιός 2 απαίσιος 3 ολέθριος 4 μιασματικός 5 ολέθριος 6 νοσογόνος 7 μολυσματικός 8 λοιμώδης 9 λοιμικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |