Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpestilènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pestiˈlɛntsa] 1 βουβωνική πανώλης 2 πανούκλα 3 δυσοσμία 4 λοιμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |