Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pestilenziàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pestilenˈtsjale]

1 θανάσιμος
2 θανατηφόρος
3 μιασματικός
4 μολυσματικός
5 καταστρεπτικός
6 δύσοσμος
7 επιζήμιος
8 δυσώδης
9 κάκοσμος
10 ενοχλητικός
11 λοιμώδης
12 λοιμικός
13 νοσογόνος
14 φθοροποιός
15 ολέθριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pestilenza pesto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pesticciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pesticida (αρσ. επίθ και ουσ)
pestifero (επίθ.)
pestilente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pestilenza (θηλ.ουσ)
pestilenziale (επίθ.)
pesto (ουσ αρσ )
pesto (επίθ.)
pestone (ουσ αρσ )
petalo (ουσ αρσ )
petaloide (επίθ.)
petardo (ουσ αρσ )
petaso (ουσ αρσ )
petecchiale (επίθ.)
petizione (θηλ.ουσ)
peto (ουσ αρσ )
petonciano (ουσ αρσ )
Petrarca (κύρ.όν. αρσ.)
petrarcheggiare (ρ.αμτβ.)
petrarchesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---