Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pètalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛtalo]

το πέταλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pestone petaloide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pestilenza (θηλ.ουσ)
pestilenziale (επίθ.)
pesto (ουσ αρσ )
pesto (επίθ.)
pestone (ουσ αρσ )
petalo (ουσ αρσ )
petaloide (επίθ.)
petardo (ουσ αρσ )
petaso (ουσ αρσ )
petecchiale (επίθ.)
petizione (θηλ.ουσ)
peto (ουσ αρσ )
petonciano (ουσ αρσ )
Petrarca (κύρ.όν. αρσ.)
petrarcheggiare (ρ.αμτβ.)
petrarchesco (επίθ.)
petrarchismo (ουσ αρσ )
petrarchista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
petrodollaro (ουσ αρσ )
petrodollari (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---