Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


petrodòllaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɛtroˈdɔllaro]

πετροδολάριo

petrodollari  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [,pɛtroˈdɔllari]

πετροδολάρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  petrarchista petrogenesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Petrarca (κύρ.όν. αρσ.)
petrarcheggiare (ρ.αμτβ.)
petrarchesco (επίθ.)
petrarchismo (ουσ αρσ )
petrarchista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
petrodollaro (ουσ αρσ )
petrodollari (ουσ αρσ πληθ.)
petrogenesi (θηλ.ουσ)
petroglifo (ουσ αρσ )
petrografia (θηλ.ουσ)
petrografo (ουσ αρσ )
petrolato (ουσ αρσ )
petrolchimica (θηλ.ουσ)
petrolchimico (ουσ αρσ )
petrolchimico (επίθ.)
petroliera (θηλ.ουσ)
petroliere (ουσ αρσ )
petroliero (επίθ.)
petrolifero (επίθ.)
petrolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---