Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpetrodòllaro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,pɛtroˈdɔllaro] πετροδολάριo petrodollari ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [,pɛtroˈdɔllari] πετροδολάρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |