Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpetrolìfero
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [petroˈlifero] 1 πλούσιος σε κοιτάσματα πετρελαίου 2 πετρελαιοφόρος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpozzo [αρσ.] petrolifero = η πετρελαιοπηγή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |