Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


petrolìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [petroˈlifero]

1 πλούσιος σε κοιτάσματα πετρελαίου
2 πετρελαιοφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  petroliero petrolio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pozzo [αρσ.] petrolifero = η πετρελαιοπηγή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

petrolchimico (ουσ αρσ )
petrolchimico (επίθ.)
petroliera (θηλ.ουσ)
petroliere (ουσ αρσ )
petroliero (επίθ.)
petrolifero (επίθ.)
petrolio (ουσ αρσ )
pettata (θηλ.ουσ)
pettegola (θηλ.ουσ)
pettegolare (ρ.αμτβ.)
pettegolezzo (ουσ αρσ )
pettegolio (ουσ αρσ )
pettegolo (ουσ αρσ )
pettegolo (επίθ.)
pettegolume (ουσ αρσ )
pettina (θηλ.ουσ)
pettinaio (ουσ αρσ )
pettinare (ρ. μτβ.)
pettinarsi (ρ.μ. (αντων.))
pettinata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---