Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pettinàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pettiˈnajo]

κατασκευαστής χτενών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pettina pettinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pettegolio (ουσ αρσ )
pettegolo (ουσ αρσ )
pettegolo (επίθ.)
pettegolume (ουσ αρσ )
pettina (θηλ.ουσ)
pettinaio (ουσ αρσ )
pettinare (ρ. μτβ.)
pettinarsi (ρ.μ. (αντων.))
pettinata (θηλ.ουσ)
pettinato (επίθ.)
pettinatore (ουσ αρσ )
pettinatrice (θηλ.ουσ)
pettinatura (θηλ.ουσ)
pettine (ουσ αρσ )
pettineo (επίθ.)
pettiniera (θηλ.ουσ)
pettinina (θηλ.ουσ)
pettino (ουσ αρσ )
pettirosso (ουσ αρσ )
petto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---