ItalianoGreco


pettìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [petˈtino]

1 χιτώνιο στήθους
2 μπροστινό τμήμα πουκαμίσου
3 σαλιάρα
4 σαλιαρίστρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---