Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpezzàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [petˈtsato] πιτσιλωτό άλογο pezzàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [petˈtsato] πιτσιλωτός (για άλογο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |