Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiacére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjaˈʧere] 1 η ευχαρίστηση, η απόλαυση 2 (favore) η χάρη piacére ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [pjaˈʧere] αρέσω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere piacere = χαίρω || faccio come mi pare e piace = κάνω ο, τι μου γουστάρει || fare quello che pare e piace = κάνω ό, τι μου καπνίσει || molto piacere! [αρσ.] = χαίρω πολύ, χάρικα πολύ || non mi piace = δε με τραβάει || per piacere = παρακαλώ || viaggio [αρσ.] di piacere = ταξείδι αναψυχής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |