Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiagnucolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjaɲɲukolaˈmento] 1 μινύρισμα 2 μεμψιμοιρία 3 ψάλσιμο 4 νιαούρισμα 5 κλαψούρισμα 6 κλάψιμο 7 κλάψα 8 κλαυθμυρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |