Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiagnucolóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjaɲɲukoˈlone] 1 γκρινιάρης 2 μουρμούρης 3 μίζερος άνθρωπος 4 κλαψιάρης 5 παραπονιάρης 6 μεμψίμοιρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |