Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piàlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjalla]

πλάνη (εργαλείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piagoso piallaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piagnucolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
piagnucolio (ουσ αρσ )
piagnucolone (ουσ αρσ )
piagnucoloso (επίθ.)
piagoso (επίθ.)
pialla (θηλ.ουσ)
piallaccio (ουσ αρσ )
piallare (ρ. μτβ.)
piallata (θηλ.ουσ)
piallato (αρσ. επίθ και ουσ)
piallatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piallatrice (θηλ.ουσ)
piallatura (θηλ.ουσ)
piallettare (ρ. μτβ.)
pialletto (ουσ αρσ )
piamadre (θηλ.ουσ)
piamente (επίρ.)
piana (θηλ.ουσ)
pianale (ουσ αρσ )
pianeggiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---