Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiagnucolóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pjaɲɲukoˈloso], [pjaɲɲukoˈlozo] 1 λυπητερός 2 παραπονιάρικος 3 κλαψιάρικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |