Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piagnucolóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjaɲɲukoˈloso], [pjaɲɲukoˈlozo]

1 λυπητερός
2 παραπονιάρικος
3 κλαψιάρικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piagnucolone piagoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piagnone (ουσ αρσ )
piagnucolamento (ουσ αρσ )
piagnucolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
piagnucolio (ουσ αρσ )
piagnucolone (ουσ αρσ )
piagnucoloso (επίθ.)
piagoso (επίθ.)
pialla (θηλ.ουσ)
piallaccio (ουσ αρσ )
piallare (ρ. μτβ.)
piallata (θηλ.ουσ)
piallato (αρσ. επίθ και ουσ)
piallatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piallatrice (θηλ.ουσ)
piallatura (θηλ.ουσ)
piallettare (ρ. μτβ.)
pialletto (ουσ αρσ )
piamadre (θηλ.ουσ)
piamente (επίρ.)
piana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---