Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piaggiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pjadʤaˈtore]

1 γλειψιματίας
2 λιβανιστής
3 πινακογλείφτης
4 τσάτσος
5 γαλίφης
6 κόλακας
7 γλείφτης
8 κομπλιμεντόζος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piaggiare piagnisteo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piaga (θηλ.ουσ)
piagare (ρ. μτβ.)
piaggeria (θηλ.ουσ)
piaggia (θηλ.ουσ)
piaggiare (ρ. μτβ.)
piaggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piagnisteo (ουσ αρσ )
piagnone (ουσ αρσ )
piagnucolamento (ουσ αρσ )
piagnucolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
piagnucolio (ουσ αρσ )
piagnucolone (ουσ αρσ )
piagnucoloso (επίθ.)
piagoso (επίθ.)
pialla (θηλ.ουσ)
piallaccio (ουσ αρσ )
piallare (ρ. μτβ.)
piallata (θηλ.ουσ)
piallato (αρσ. επίθ και ουσ)
piallatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---