Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piaciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjaʧiˈmento]

1 αναψυχή
2 απόλαυση
3 ευχαρίστηση
4 ικανοποίηση
5 ευαρέστηση
6 ηδονή
7 χαρά
8 χαροποίηση
9 τέρψη
10 ευαρέσκεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piacevolmente piaga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piacere (ουσ αρσ )
piacere (ρ.αμτβ.)
piacevole (επίθ.)
piacevolezza (θηλ.ουσ)
piacevolmente (επίρ.)
piacimento (ουσ αρσ )
piaga (θηλ.ουσ)
piagare (ρ. μτβ.)
piaggeria (θηλ.ουσ)
piaggia (θηλ.ουσ)
piaggiare (ρ. μτβ.)
piaggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piagnisteo (ουσ αρσ )
piagnone (ουσ αρσ )
piagnucolamento (ουσ αρσ )
piagnucolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
piagnucolio (ουσ αρσ )
piagnucolone (ουσ αρσ )
piagnucoloso (επίθ.)
piagoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---