piacevolézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pjaʧevoˈlettsa]
1 χάρη
2 απολαυστικότητα
3 γλυκύτητα
4 αβρότητα
5 ευφροσύνη
6 τερπνότητα
7 αγαλλίαση
8 ευχαρίστηση
9 νοστιμάδα
10 ευθυμία
11 αστείο
12 κέφι
13 καλαμπούρι
14 ομορφιά
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [pjaʧevoˈlettsa]
1 χάρη
2 απολαυστικότητα
3 γλυκύτητα
4 αβρότητα
5 ευφροσύνη
6 τερπνότητα
7 αγαλλίαση
8 ευχαρίστηση
9 νοστιμάδα
10 ευθυμία
11 αστείο
12 κέφι
13 καλαμπούρι
14 ομορφιά
permalink
piacevolezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android