Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pezzuòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [petˈtswɔla]

1 μαντίλι χεριού
2 μαντίλι κεφαλιού
3 μαντίλι λαιμού
4 μαντίλι μύτης
5 πανί
6 κουρέλι
7 μπάλωμα
8 μαντίλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pezzullo pi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pezzente (ουσ αρσ και θηλ.)
pezzetta (θηλ.ουσ)
pezzo (ουσ αρσ )
pezzolata (θηλ.ουσ)
pezzullo (ουσ αρσ )
pezzuola (θηλ.ουσ)
pi (ουσ αρσ και θηλ.)
piacente (επίθ.)
piacere (ουσ αρσ )
piacere (ρ.αμτβ.)
piacevole (επίθ.)
piacevolezza (θηλ.ουσ)
piacevolmente (επίρ.)
piacimento (ουσ αρσ )
piaga (θηλ.ουσ)
piagare (ρ. μτβ.)
piaggeria (θηλ.ουσ)
piaggia (θηλ.ουσ)
piaggiare (ρ. μτβ.)
piaggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---