Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpezzatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pettsaˈtura] 1 μέγεθος (ρούχου κλπ) 2 βούλες στο δέρμα ζώου 3 διάστιξη με βούλες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |