Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpettoràle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pettoˈrale] 1 θώρακας πανοπλίας 2 κολάρο στήθος αλόγου pettoràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pettoˈrale] 1 θωρακικός 2 στηθικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |