Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpettinatrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pettinaˈtriʧe] 1 μηχανή λαναρίσματος 2 κομμώτρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |