Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpettégolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [petˈtegolo] 1 κουτσομπόλης 2 φλύαρος 3 πολυλογάς 4 λογάς pettégolo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [petˈtegolo] κουτσομπόλης (-α, -ικο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |