Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpettegolézzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pettegoˈleddzo], [pettegoˈlettso] το κουτσομπολιό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdare adito a pettegolezzi = δίνω λαβή για σχόλια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |