Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpettegolìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pettegoˈlio] 1 φλυαρία συχνή 2 κουτσομπόλεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |