Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpetròlio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peˈtrɔljo] το πετρέλαιο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpetrolio [αρσ.] greggio = ακάθαρτο πετρέλαιο, αργό πετρελαίο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |