Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pestatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pestaˈtura]

1 ξυλοκόπημα
2 χτύπημα
3 δαρμός
4 ραβδισμός
5 ράβδισμα
6 ξυλοδαρμός
7 άλεσμα
8 κοπάνισμα
9 λιώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pestata peste  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pesta (θηλ.ουσ)
pestaggio (ουσ αρσ )
pestare (ρ. μτβ.)
pestarsi (ρ.μ. (αντων.))
pestata (θηλ.ουσ)
pestatura (θηλ.ουσ)
peste (θηλ.ουσ)
pestellata (θηλ.ουσ)
pestello (ουσ αρσ )
pesticciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pesticida (αρσ. επίθ και ουσ)
pestifero (επίθ.)
pestilente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pestilenza (θηλ.ουσ)
pestilenziale (επίθ.)
pesto (ουσ αρσ )
pesto (επίθ.)
pestone (ουσ αρσ )
petalo (ουσ αρσ )
petaloide (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---