Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pessimìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pessiˈmizmo]

1 πεσιμισμός
2 απαισιοδοξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pessimamente pessimista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pesistica (θηλ.ουσ)
peso (ουσ αρσ )
peso (επίθ.)
pessario (ουσ αρσ )
pessimamente (επίρ.)
pessimismo (ουσ αρσ )
pessimista (ουσ αρσ και θηλ.)
pessimista (επίθ.)
pessimistico (επίθ.)
pessimo (επίθ.)
pesta (θηλ.ουσ)
pestaggio (ουσ αρσ )
pestare (ρ. μτβ.)
pestarsi (ρ.μ. (αντων.))
pestata (θηλ.ουσ)
pestatura (θηλ.ουσ)
peste (θηλ.ουσ)
pestellata (θηλ.ουσ)
pestello (ουσ αρσ )
pesticciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---