Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


péso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpeso]

το βάρος

péso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpeso]

βαρύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pesistica pessario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


calare di peso = χάνω βάρος || lancio [αρσ.] del peso = η σφαιροβολία || peso [αρσ.] lordo = το μικτό βάρος || peso [αρσ.] netto = το καθαρό βάρος || sollevamento [αρσ.] pesi = η άρση βαρών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pescoso (επίθ.)
peseta (θηλ.ουσ)
pesiera (θηλ.ουσ)
pesista (ουσ αρσ και θηλ.)
pesistica (θηλ.ουσ)
peso (ουσ αρσ )
peso (επίθ.)
pessario (ουσ αρσ )
pessimamente (επίρ.)
pessimismo (ουσ αρσ )
pessimista (ουσ αρσ και θηλ.)
pessimista (επίθ.)
pessimistico (επίθ.)
pessimo (επίθ.)
pesta (θηλ.ουσ)
pestaggio (ουσ αρσ )
pestare (ρ. μτβ.)
pestarsi (ρ.μ. (αντων.))
pestata (θηλ.ουσ)
pestatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---