Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pesàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peˈsata]

1 ζύγι
2 ζύγισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pesarsi pesatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pesante (επίθ.)
pesantezza (θηλ.ουσ)
pesare (ρ.αμτβ.)
pesare (ρ. μτβ.)
pesarsi (ρ.μ. (αντων.))
pesata (θηλ.ουσ)
pesatore (ουσ αρσ )
pesatrice (θηλ.ουσ)
pesatura (θηλ.ουσ)
pesca (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pesca (θηλ.ουσ)
pescaggio (ουσ αρσ )
pescagione (θηλ.ουσ)
pescaia (θηλ.ουσ)
pescare (ρ.αμτβ.)
pescare (ρ. μτβ.)
pescata (θηλ.ουσ)
pescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pescatrice (θηλ.ουσ)
pesce (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---