Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pesantézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pesanˈtettsa]

1 βαριεστιμάρα
2 βάρος
3 βαρύτητα
4 μονοτονία
5 βαρυστομαχιά
6 βαρεμάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pesante pesare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pesabile (επίθ.)
pesafiltro (ουσ αρσ )
pesage (ουσ αρσ )
pesalettere (ουσ αρσ και θηλ.)
pesante (επίθ.)
pesantezza (θηλ.ουσ)
pesare (ρ.αμτβ.)
pesare (ρ. μτβ.)
pesarsi (ρ.μ. (αντων.))
pesata (θηλ.ουσ)
pesatore (ουσ αρσ )
pesatrice (θηλ.ουσ)
pesatura (θηλ.ουσ)
pesca (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pesca (θηλ.ουσ)
pescaggio (ουσ αρσ )
pescagione (θηλ.ουσ)
pescaia (θηλ.ουσ)
pescare (ρ.αμτβ.)
pescare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---