Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpesànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [peˈsante] βαρύς (-ιά, -ύ) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdroghe [θηλ. πλυθ.] pesanti = τα βαρειά ναρκωτικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |