Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pervietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pervjeˈta]

η κατάσταση του να είναι κάτι μη εμποδιζόμενο και ελεύθερο (στην Ιατρική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pervicacia pervinca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pervertito (επίθ.)
pervertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
pervicace (επίθ.)
pervicacemente (επίρ.)
pervicacia (θηλ.ουσ)
pervietà (θηλ.ουσ)
pervinca (θηλ.ουσ)
pervinca (επίθ.)
pervio (επίθ.)
pesa (θηλ.ουσ)
pesabile (επίθ.)
pesafiltro (ουσ αρσ )
pesage (ουσ αρσ )
pesalettere (ουσ αρσ και θηλ.)
pesante (επίθ.)
pesantezza (θηλ.ουσ)
pesare (ρ.αμτβ.)
pesare (ρ. μτβ.)
pesarsi (ρ.μ. (αντων.))
pesata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---