Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pervertitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pervertiˈtore]

1 διαφθορέας
2 διακορευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pervertito pervicace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perverso (επίθ.)
pervertire (ρ. μτβ.)
pervertirsi (ρ.μ. (αντων.))
pervertito (ουσ αρσ )
pervertito (επίθ.)
pervertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
pervicace (επίθ.)
pervicacemente (επίρ.)
pervicacia (θηλ.ουσ)
pervietà (θηλ.ουσ)
pervinca (θηλ.ουσ)
pervinca (επίθ.)
pervio (επίθ.)
pesa (θηλ.ουσ)
pesabile (επίθ.)
pesafiltro (ουσ αρσ )
pesage (ουσ αρσ )
pesalettere (ουσ αρσ και θηλ.)
pesante (επίθ.)
pesantezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---