Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perspicuità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perspikuiˈta]

1 μαρτυρία
2 σαφήνεια
3 κατάθεση
4 διαύγεια
5 απόδειξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perspicacia perspicuo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

personificare (ρ. μτβ.)
personificazione (θηλ.ουσ)
perspicace (επίθ.)
perspicacemente (επίρ.)
perspicacia (θηλ.ουσ)
perspicuità (θηλ.ουσ)
perspicuo (επίθ.)
perspirare (ρ.αμτβ.)
perspirazione (θηλ.ουσ)
persuadere (ρ. μτβ.)
persuadibile (επίθ.)
persuasibile (επίθ.)
persuasione (θηλ.ουσ)
persuasiva (θηλ.ουσ)
persuasivo (επίθ.)
persuaso (επίθ.)
persuasore (ουσ αρσ )
pertanto (σύνδ.)
pertica (θηλ.ουσ)
perticata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---