Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


persistènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [persisˈtɛntsa]

1 ισχυρογνωμοσύνη
2 πείσμα
3 εγκαρτέρηση
4 εμμονή
5 επιμονή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  persistente persistere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

persiano (ουσ αρσ )
persiano (επίθ.)
persico (επίθ.)
persino (επίρ.)
persistente (επίθ.)
persistenza (θηλ.ουσ)
persistere (ρ.αμτβ.)
perso (επίθ.)
persona (θηλ.ουσ)
personaggio (ουσ αρσ )
personale (ουσ αρσ )
personale (θηλ.ουσ)
personale (επίθ.)
personalismo (ουσ αρσ )
personalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
personalistico (επίθ.)
personalità (θηλ.ουσ)
personalizzare (ρ. μτβ.)
personalizzato (επίθ.)
personalizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---