Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpersistènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [persisˈtɛntsa] 1 ισχυρογνωμοσύνη 2 πείσμα 3 εγκαρτέρηση 4 εμμονή 5 επιμονή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |