Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


personàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [persoˈnadʤo]

1 (di racconto) το πρόσωπο του δράματος
2 (celebrità) η προσωπικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  persona personale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

persistente (επίθ.)
persistenza (θηλ.ουσ)
persistere (ρ.αμτβ.)
perso (επίθ.)
persona (θηλ.ουσ)
personaggio (ουσ αρσ )
personale (ουσ αρσ )
personale (θηλ.ουσ)
personale (επίθ.)
personalismo (ουσ αρσ )
personalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
personalistico (επίθ.)
personalità (θηλ.ουσ)
personalizzare (ρ. μτβ.)
personalizzato (επίθ.)
personalizzazione (θηλ.ουσ)
personalmente (επίρ.)
personificare (ρ. μτβ.)
personificazione (θηλ.ουσ)
perspicace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---