Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèrsia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrsja]

1 Ιράν
2 Περσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perseverare persiana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perseguitato (αρσ. επίθ και ουσ)
Perseo (κύρ.όν. αρσ.)
perseverante (επίθ.)
perseveranza (θηλ.ουσ)
perseverare (ρ.αμτβ.)
persia (θηλ.ουσ)
persiana (θηλ.ουσ)
persiano (ουσ αρσ )
persiano (επίθ.)
persico (επίθ.)
persino (επίρ.)
persistente (επίθ.)
persistenza (θηλ.ουσ)
persistere (ρ.αμτβ.)
perso (επίθ.)
persona (θηλ.ουσ)
personaggio (ουσ αρσ )
personale (ουσ αρσ )
personale (θηλ.ουσ)
personale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---