Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Pèrseo, Persèo
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [perˈsɛo]

Περσέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perseguitato perseverante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perseguibile (επίθ.)
perseguimento (ουσ αρσ )
perseguire (ρ. μτβ.)
perseguitare (ρ. μτβ.)
perseguitato (αρσ. επίθ και ουσ)
Perseo (κύρ.όν. αρσ.)
perseverante (επίθ.)
perseveranza (θηλ.ουσ)
perseverare (ρ.αμτβ.)
persia (θηλ.ουσ)
persiana (θηλ.ουσ)
persiano (ουσ αρσ )
persiano (επίθ.)
persico (επίθ.)
persino (επίρ.)
persistente (επίθ.)
persistenza (θηλ.ουσ)
persistere (ρ.αμτβ.)
perso (επίθ.)
persona (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---