Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόperseguìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [perseˈgwire] 1 διώκω δικαστικά 2 ενάγω 3 μηνύω 4 κυνηγώ 5 καταδιώκω 6 διώκω 7 παγανίζω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαperseguire penalmente = διώκω ποινικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |