Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perplessità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [perplessiˈta]

1 τάραγμα
2 μπέρδεμα
3 σάστισμα
4 αμηχανία
5 σύγχυση
6 αβεβαιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perpetuo perplesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perpetuarsi (ρ.μ. (αντων.))
perpetuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetuazione (θηλ.ουσ)
perpetuità (θηλ.ουσ)
perpetuo (επίθ.)
perplessità (θηλ.ουσ)
perplesso (επίθ.)
perquisire (ρ. μτβ.)
perquisizione (θηλ.ουσ)
perscrutabile (επίθ.)
perscrutare (ρ. μτβ.)
persecutore (ουσ αρσ )
persecutore (επίθ.)
persecutorio (επίθ.)
persecutrice (θηλ.ουσ)
persecuzione (θηλ.ουσ)
Persefone (κύρ.όν. θηλ.)
perseguente (επίθ.)
perseguibile (επίθ.)
perseguimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---