Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


perpetuàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [perpetuˈare]

1 διαιωνίζω
2 απαθανατίζω
3 διατηρώ κάτι στην αιωνιότητα

perpetuarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [perpetuˈarsi]

διατηρούμαι στην αιωνιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  perpetuamente perpetuatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perpetrare (ρ. μτβ.)
perpetratore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetrazione (θηλ.ουσ)
perpetua (θηλ.ουσ)
perpetuamente (επίρ.)
perpetuare (ρ. μτβ.)
perpetuarsi (ρ.μ. (αντων.))
perpetuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
perpetuazione (θηλ.ουσ)
perpetuità (θηλ.ουσ)
perpetuo (επίθ.)
perplessità (θηλ.ουσ)
perplesso (επίθ.)
perquisire (ρ. μτβ.)
perquisizione (θηλ.ουσ)
perscrutabile (επίθ.)
perscrutare (ρ. μτβ.)
persecutore (ουσ αρσ )
persecutore (επίθ.)
persecutorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---