Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peróne, pèrone  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈrone], [ˈpɛrone]

περόνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  però peroneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

perno (ουσ αρσ )
pernottamento (ουσ αρσ )
pernottare (ρ.αμτβ.)
pero (ουσ αρσ )
però (σύνδ.)
perone (ουσ αρσ )
peroneo (επίθ.)
peronismo (ουσ αρσ )
peronista (ουσ αρσ και θηλ.)
peronista (επίθ.)
peronospora (θηλ.ουσ)
perorabile (επίθ.)
perorare (ρ.αμτβ.)
perorare (ρ. μτβ.)
perorazione (θηλ.ουσ)
perossido (ουσ αρσ )
perpendicolare (επίθ.)
perpendicolarità (θηλ.ουσ)
perpendicolarmente (επίρ.)
perpendicolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---