Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpèrnio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrnjo] 1 πείρος 2 περόνη 3 πείρος περιστροφής 4 άξονας περιστροφής 5 μεντεσές 6 τμήμα άξονα μέσα σε ρουλεμάν 7 πλήμνη 8 εύκαμπτος σύνδεσμος 9 στροφέας 10 μπουζόνι 11 πείρος ή ράβδος στήριξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |