Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpermissivìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [permissiˈvista] 1 επιτρέπων 2 επιτρεπτικός 3 ανεκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |