Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


permissivìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [permissiˈvizmo]

1 επιτρεπτικότητα
2 ανοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  permissibile permissivista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permiano (ουσ αρσ )
permiano (επίθ.)
permico (ουσ αρσ )
permico (επίθ.)
permissibile (επίθ.)
permissivismo (ουσ αρσ )
permissivista (ουσ αρσ και θηλ.)
permissivo (επίθ.)
permuta (θηλ.ουσ)
permutabile (επίθ.)
permutabilità (θηλ.ουσ)
permutare (ρ. μτβ.)
permutatore (ουσ αρσ )
permutazione (θηλ.ουσ)
pernacchia (θηλ.ουσ)
pernice (θηλ.ουσ)
perniciosa (θηλ.ουσ)
perniciosità (θηλ.ουσ)
pernicioso (επίθ.)
perniciotto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---