Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèrmico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrmiko]

κάτοικος της Πάρμας

pèrmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛrmiko]

ο της Πάρμας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  permiano permissibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

permesso (αρσ. επίθ και ουσ)
permettere (ρ. μτβ.)
permettersi (ρ.μ. (αντων.))
permiano (ουσ αρσ )
permiano (επίθ.)
permico (ουσ αρσ )
permico (επίθ.)
permissibile (επίθ.)
permissivismo (ουσ αρσ )
permissivista (ουσ αρσ και θηλ.)
permissivo (επίθ.)
permuta (θηλ.ουσ)
permutabile (επίθ.)
permutabilità (θηλ.ουσ)
permutare (ρ. μτβ.)
permutatore (ουσ αρσ )
permutazione (θηλ.ουσ)
pernacchia (θηλ.ουσ)
pernice (θηλ.ουσ)
perniciosa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---