Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpermésso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [perˈmesso] η άδεια permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαè permesso? = επιτρέπεται; || non è permesso = δεν επιτρέπεται || permesso [αρσ.] di lavoro = η άδεια εργασίας || permesso [αρσ.] di soggiorno = η άδεια παραμονής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |